- μεσάζοντος
- μεσάζωto be half-cookedpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Mesazon — Mosaic portraying Theodore Metochites (left), mesazon to Emperor Andronikos II Palaiologos, presenting the model of the renovated Chora Church to Christ Pantocrator. The mesazōn (Greek: μεσάζων intermediary , gen.: μεσάζοντος) was a high … Wikipedia
πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… … Dictionary of Greek